κόντεμα

κόντεμα
το, -ατος
1. η ενέργεια του κονταίνω, μίκρεμα.
2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοντεύω, πλησίασμα, ζύγωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόντεμα — και κόντημα, το [κονταίνω] 1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση 2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα …   Dictionary of Greek

  • κόντημα — το βλ. κόντεμα …   Dictionary of Greek

  • κόντυμα — το κόντεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύνω, άλλο τ. τού κονταίνω] …   Dictionary of Greek

  • μπέζα — η ναυτ. σύνδεσμος με τον οποίο επιτυγχάνεται το κόντεμα τού σχοινιού χωρίς να κοπούν ή να λυθούν τα άκρα του, η σφενδόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bez] …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — η 1. τέλεια μορφή που συλλαμβάνουμε για κάτι: Ιδέα της τέλειας ισότητας. 2. έννοια κάποιου πράγματος ή ιδιότητας: Ιδέα του Θεού. – Ιδέα της πατρίδας. 3. ιδανικό, ιδεώδες: Ιδέα της ελευθερίας. – Ιδέα της δικαιοσύνης. 4. γνώμη που έχουμε για κάτι:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”